- μεταφύομαι
- μεταφύομαι, [voice] Med., c. [tense] aor. 2 [voice] Act. -έφῡν: [tense] pf. πέφῡκα:—A become by change,
ἀλλοῖοι μετέφυν Emp.108.1
, cf. Hierocl in CA 20p.462M.;ἀνδρῶν ὅσοι δειλοὶ [ἦσαν] γυναῖκες μετεφύοντο ἐν τῇ δευτέρα γενέσει Pl. Ti.90e
;Εὔφορβος γεγονέναι μεταφῦναί τε Ἴων ἐκ Τρωός Philostr.Her. 17
.2 grow after, οἱ μεταφύντες (sc. ὀδόντες) Hp.Carn. 12 (-φύοντες codd., v. l. -φυέοντες, fort. -φυέντες).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.